ακαλοκάρδιστος

ακαλοκάρδιστος
-η, -ο [καλοκαρδίζω]
όποιος δεν είναι καλοκαρδισμένος, δεν έχει εύθυμη διάθεση, δεν έχει νιώσει χαρές, βασανισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαλοκάρδιστος — η, ο 1. αυτός που δε γνώρισε ευτυχία στη ζωή του: Ήταν γέρος φτωχός και ακαλοκάρδιστος. 2. αυτός που δεν ικανοποιήθηκε στις επιθυμίες του: Τον συμπαθούσε, γι αυτό δεν ήθελε να τον αφήσει ακαλοκάρδιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”